σημειοφόρος

σημειοφόρος
ὁ, ΜΑ
μσν.
(για αγίους) θαυματουργός
αρχ.
1. ο σημαιοφόρος
2. στρ. αυτός που μεταδίδει το σύνθημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σημειοφόρος — standard bearer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημειοφόροι — σημειοφόρος standard bearer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημειοφόρον — σημειοφόρος standard bearer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημειοφόρου — σημειοφόρος standard bearer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημειοφόρους — σημειοφόρος standard bearer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημειοφόρων — σημειοφόρος standard bearer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημειοφόρῳ — σημειοφόρος standard bearer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • May 16 (Eastern Orthodox liturgics) — May 15 Eastern Orthodox Church calendar May 17 All fixed commemorations below celebrated on May 29 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes …   Wikipedia

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • σημαιοφόρος — ο, η / σημαιοφόρος ον, ΝΜΑ, και σιμαιοφόρος Μ, και σημαιαφόρος και σημειοφόρος και σημεαφόρος και σημηαφόρος και σημιαφόρος και σιμιαφόρος και σημιαφώρος Α αυτός που κρατάει τη σημαία σε μια εκδήλωση νεοελλ. 1. ναυτ. ο πρώτος βαθμός αξιωματικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”